μπελ(ι)άς

μπελ(ι)άς
ο беспокойство, хлопоты, неприятности;

δημιουργώ μπελ(ι)άδες — причинять неприятности;

§ βρήκα το μπελ(ι)ά μου — а) мне сегодня досталось; — б) я влип в неприятную историю;

μπήκα σε μπελ(ι)άδες — я нажил себе хлопот;

γίνομαι μπελ(ι)άς — становиться надоедливым, назойливым;

ανοίγω μπελ(ι)άδες — заваривать кашу;

θα με βάλει σε μπελ(ι)ά ( — или μπελ(ι)άδες) — он меня вынудит пойти на крайние меры; — он меня доведёт;

τί μπελ(ι)I — что за наказание!


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μπελ(ι)άς" в других словарях:

  • Μπελ, Αλεξάντερ Γκράχαμ — (Alexander Graham Bell, Εδιμβούργο 1847 – Μπάντεκ, Νέα Σκοτία 1922). Αμερικανός επιστήμονας. Είναι γνωστός κυρίως για τις τελειοποιήσεις που επέφερε στο τηλέφωνο, η εφεύρεση του οποίου του είχε αποδοθεί για μια ορισμένη περίοδο. Στον Μ. πράγματι …   Dictionary of Greek

  • Μπελ, Άντριου — (Andrew Bell, Σεντ Άντριους 1753 – Τσέλτενχαμ 1832). Αγγλικανός πάστορας. Διεύθυνε στο Έγκμορ, κοντά στο Μαντράς, ένα σχολείο για τα παιδιά των εκεί Άγγλων στρατιωτών, χρησιμοποιώντας την αλληλοδιδακτική μέθοδο. Μαζί με τον σύγχρονο του κουάκερο… …   Dictionary of Greek

  • Μπελ, Τσαρλς — (Sir Charles Bell, Ντάουν ιν Μοντίθ, Σκοτία 1774 – Χάλοου Παρκ, Γουόρστερ 1842). Σκοτσέζος χειρούργος, ανατόμος και φυσιολόγος, γνωστός για τις εργασίες του επί του νευρικού συστήματος και την περιγραφή της παράλυσης του προσωπικού νεύρου… …   Dictionary of Greek

  • μπελ — το άκλ. φυσ. μονάδα μέτρησης τής έντασης τών ήχων, η οποία έχει ως σύμβολο το Β. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bel, από το όνομα τού Graham Bell] …   Dictionary of Greek

  • Μπελ, Χάινριχ — (Heinrich Boll, Κολονία 1917 – 1985). Γερμανός λογοτέχνης. Έλαβε μέρος σε διάφορα μέτωπα κατά τον Β’ Παγκόσμιο pόλεμο, οπότε και αιχμαλωτίστηκε, για αρκετά χρόνια. Το 1945 επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κολονία και από το 1951 άρχισε… …   Dictionary of Greek

  • Έλιον, Τζέρτρουντ Μπελ — (Gertrude Bell Elion, Νέα Υόρκη 1918 – 1999). Αμερικανίδα χημικός. Σπούδασε στη Νέα Υόρκη. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγήτρια σχολείου και στη συνέχεια στον τομέα της χημικής ανάλυσης τροφίμων και στην εργαστηριακή έρευνα, στους κλάδους της… …   Dictionary of Greek

  • Σαλ φον Μπελ, Ιωάννης Αδάμ — (Schall von Bell), Γερμανός ιεραπόστολος (1592 1666). Κατατάχτηκε στο τάγμα των Ιησουιτών. Στάλθηκε στην Κίνα, όπου εξαιτίας των αστρονομικών του γνώσεων κέρδισε τη γενική αναγνώριση. Ο αυτοκράτορας Τιεν Κι, εκτός των άλλων του ανάθεσε την… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • ντεσιμπέλ — Μονάδα μέτρησης που χρησιμοποιείται σε διάφορες περιοχές της φυσικής αλλά ορίζεται με παρόμοιο τρόπο. Στην ηλεκτρονική και τις τηλεπικοινωνίες με το ν. μετράμε την ισχύ ενός δίθυρου (είσοδος έξοδος) δικτυώματος. Στην περίπτωση αυτή η απολαβή… …   Dictionary of Greek

  • ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»